- ἀπρόσληπτος
- ἀπρόσ-ληπτος, ον,A not taking or admitting a construction, A.D.Pron.14.15, Synt.63.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπρόσληπτος — not taking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσληπτος — η, ο (Α ἀπρόσληπτος, ον) [προσλαμβάνω] αυτός που δεν έχει προσληφθεί αρχ. αυτός που δεν προσλαμβάνει, δεν παίρνει κάτι … Dictionary of Greek
ἀπρόσληπτον — ἀπρόσληπτος not taking masc/fem acc sg ἀπρόσληπτος not taking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσλήπτους — ἀπρόσληπτος not taking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσλήπτων — ἀπρόσληπτος not taking masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσληπτα — ἀπρόσληπτος not taking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσληπτοι — ἀπρόσληπτος not taking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)